- υπερμετρωπία
- η Л1ед. гиперметропия, дальнозоркость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… … Dictionary of Greek
υπερμετρωπία — η ανωμαλία της όρασης, όταν η εικόνα σχηματίζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή, και έτσι αυτός που πάσχει βλέπει θολά τα αντικείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πρεσβυωπία — Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά… … Dictionary of Greek
αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… … Dictionary of Greek
στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… … Dictionary of Greek
υπερμέτρωψ — ο, η, αρσ. και υπερμέτρωπας Ν αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypermetrope < υπέρμετρος + ωπας (< θ. οπ τού ὄπωπα*, πρβλ. μύ ωπας). Η λ., στη γρφ. ὑπερμέτροπες, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek